Εικόνες αλχημιστικών σκευών από Ελληνικά χειρόγραφα |
Του κ. Θεοδόση Π. Τάσιου (καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου).
1. Ναι. Απ’ την κρίση θα βγούµε µε πολλά µέσα. Εάν, όπως πιστεύουµε εµείς οι αντιδραστικοί, η κρίση είναι ολοµερής (καθολικώς ηθική, προτού γίνει πολιτική· και γνωσιακή - πολύ προτού γίνει οικονοµική), δέν είναι µόνο η επαναµύηση στο ήθος της οµαδικής Αλληλεγγύης που θα µας σώσει, αλλά λόγου χάρη και η συν-κίνηση µε τα οµηρικά έπη, καθώς κι η παθιασµένη καλλιέργεια της Επιστήµης και της Τεχνολογίας.
Μέσα σ’ αυτό το πνεύµα, ιδού εφέτος το «έτος Χηµείας» της UNESCO. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό άς αναµνησθούµε λέω τη βασική σηµασία που απέδιδαν οι Αρχαίοι Ελληνες στη Χηµεία.
2. «Καλά, Χηµεία οι αρχαίοι Ελληνες; Μά, η Χηµεία δέν εµφανίσθηκε µε την Αλχηµεία των Αράβων;». Οχι βέβαια: Οταν οι Αραβες εµφανίσθηκαν στην Αλεξάνδρεια τον 7ο αιώνα, βρήκαν µπροστά-τους τη Χηµεία των παλαιών πολιτισµών (Μεσοποταµίων, Περσών, Αιγυπτίων) κι όλη την εκτεταµένη Ελληνική Χηµεία. Αυτόν τον πλούτο αξιοποίησαν και τον µετέφεραν ενπολλοίς και στην Ευρώπη.
Εµείς εδώ στην σύντοµη αυτή εισαγωγή, άς ξεκινήσουµε µε την υπόµνηση οτι στα όσα οι Ελληνες έµαθαν απ’ τους παλαιότερους πολιτισµούς, ήρθαν απο νωρίς και πρόσθεσαν µια θαυµαστή απόπειρα Θ ε ω ρ ί α ς και αποµυθοποίησης. Οχι, δέν είχαν ανακαλύψει τον σηµερινό πίνακα των χηµικών στοιχείων. Είχαν όµως «διασπάσει» νοερώς τη µάζα της όποιας ύλης σε συστατικά - κι ήταν ήδη αυτό µια χηµικής νοοτροπίας επανάσταση, ιδίως διοτι πρόβλεπαν έτσι και τους µετασχηµατισµούς της ύλης: Ο Ηράκλειτος λ.χ. υπέθετε οτι µέσω συνδυασµού των αντιθετικών «θερµότης-ψύχος» και «υγρασία-ξηρασία» ήταν δυνατή η παραγωγή των ατόµων της φύσεως. Ο δέ Εµπεδοκλής µε τα τέσσερα «ριζώµατά»-του (γή, ύδωρ, αήρ, πύρ) αναγνώριζε τον ουσιώδη ρόλο του πυρός στις µίξεις και διαλλάξεις των στοιχείων, τα οποία «δι’ αλλήλων θέοντα, µετατρέπονται»! Ο ∆ηµόκριτος, µέσω των ατόµων-του θα ερµηνεύσει και των τεσσάρων στοιχείων τη γένεση. Ο Αριστοτέλης ακολουθεί την παράδοση των τεσσάρων στοιχείωνεκφάνσεων της «πρώτης ύλης», µέσω της δράσης σταυροειδών συνδυασµών «θερµού-ψυχρού» και «ξηρού-υγρού». Για νά ’ρθουν κι οι Στωικοί να εισαγάγουν την έννοια του «πνεύµατος» (αέρος εµποτισµένου µε πύρινες ιδιότητες) - µιας δυναµικής ουσίας που διασφαλίζει τη συνοχή των υλικών, µέχρι και τη γνωσιακή ικανότητα των ανθρώπων… Η θεωρητική αυτή στάση δέν είχε µέν άµεσες εφαρµογές, αλλα πρόσφερε απαλλαγήν απο µυθολογικές στρεβλώσεις και διήγειρε το ερευνητικό χηµικό πνεύµα, αφού πρόβλεπε µετασχηµατισµούς στοιχείων και σωµάτων.
3. Ετσι κατα την ευρύτερη τεχνικοεπιστηµονική άνθηση της Ελληνιστικής εποχής, θα καταγραφηθεί, θα συστηµατοποιηθεί και θα αναπτυχθεί η Χηµική Τεχνολογία. Αλλωστε, ήδη απ’ τον Θεόφραστο (370-287 π.Χ., στο «Περί λίθων») διαθέτοµε πλήθος καταγεγραµµένων γνώσεων παραγωγής γυαλιού, παρασκευής ψιµυθίων και χρυσόκολλας, παραγωγής κινναβάρεως (ερυθρού θειούχου υδραργύρου) απ’ την λαµπυρίζουσα άµµο της Εφέσου, αξιοποίησης γύψου κ.λπ., κ.λπ. Σε λίγο, ο Χρύσιππος (280-206 π.Χ.) θα εµπλουτίσει τη θεωρία των στοιχείων και θα διακρίνει την περίπτωση όπου κατα την «µείξη» τα σώµατα «χάνουν τελείως τις ιδιότητές-τους, παράγοντας ενα νέο σώµα ». Πατριάρχης όµως της Ελληνιστικής Χηµείας θα αναδειχθεί ο περίφηµος Βώλος, του 2ου π.Χ. αιώνος, εκ Μένδης (στο δέλτα του Νείλου), ο φερόµενος και ως ∆ηµόκριτος στην µεταγενέστερη βιβλιογραφία _ µε κάµποσες όµως αµφισβητήσεις για την πατρότητα των έργων που του αποδίδονται. Ιδού λοιπόν που, ήδη απ’ τον τεχνολογικά παραγωγικότατον 2ο π.Χ. αιώνα, µπαίνοµε στην ευθέως ωφελιµιστική («βιοµηχανική» θα την λέγαµε σήµερα) Χηµεία. ∆ιοτι καταρχήν οι µεταλλουργικές συνταγές των Ελληνικών Παπύρων της Αλεξάνδρειας του 3ου µ.Χ. αιώνος συµπίπτουν σχεδόν µε ένα συµπίληµα του έργου του Βώλου που σώζεται στα Συριακά. Σ’ αυτούς δε τους σωζόµενους ελληνικούς Παπύρους, όλα έχουν να κάνουν µε οικονοµικούς και πρακτικούς σκοπούς. Στην ίδια χορεία της Ελληνιστικής Χηµείας θα κατατάξοµε την ελληνίζουσα Μαρίαν την Ιουδαίαν (1ος αι. π.Χ.), εφευρέτριαν σπουδαίων χηµικών οργάνων όπως το προς τιµήν-της εισέτι καλούµενον «Bain Marie»! Ο Ποσειδώνιος ο ίδιος (αρχές του 1ου αι. π.Χ.) θα αναλύσει τις χρήσεις της ασφάλτου και της νάφθας. Ο Αναξίλαος (τέλη 1ου αι. π.Χ.) θα συγγράψει «Παίγνια» (συνταγές) και «Βαφικά» (αποµιµήσεις πολυτίµων µετάλλων, λίθων και πορφύρας µέσω χηµικών µεθόδων). Αλλά κι ο πολύς ∆ιοσκορίδης (1ος αι. µ.Χ.) θα ασχοληθεί καί µε την εξαέρωση της «καδµείας» (οξειδίου του ψευδαργύρου) καί µε την παραγωγή χαλκού απ’ την α ν α κ ύ κ λ ω σ η καρφιών πλοίου. Περί το 100 µ.Χ., ο Μενέλαος ο Αλεξανδρινός θα δηµοσιεύσει ακριβέστατη µαθηµατική φόρµουλα µέσω της οποίας υπολογίζεις το άγνωστο βάρος του χρυσού που περιέχεται σε ενα κράµα νοθευµένο µε άργυρο! Στα 200 µ.Χ. περίπου, κλάδος της ίδιας αλεξανδρινής παράδοσης, ο ελληνίζων Ιούλιος Αφρικανός θα δηµοσιεύσει πλήθος χηµικών συνταγών, τις οποίες θα περιλάβει αργότερα κι ο Ψελλός στο «Περι παραδόξεων αναγνωσµάτων» έργο του. Στον Ζώσιµο (4ος αι. µ.Χ) χρωστάµε άλλην µιά χηµική εγκυκλοπαίδεια (η οποία µέχρι και την µέθοδο παραγωγής µπίρας περιγράφει), µε σαφή όµως τώρα στροφήν προς µια παράλληλη µαγικοφυσικήν αναφορά στα χηµικά φαινόµενα - στροφή η οποία θα την ονοµάσουν αργότερα Αλ-Χηµικήν, παρ’ όλο που εµφανώς προηγήθηκε των Αράβων…
4. Θα τελειώσουµε µε µιαν αναφορά στους δυό Αλεξανδρινούς Παπύρους του Leiden και της Στοκχόλµης (του 3ου µ.Χ. αιώνος). Πρόκειται εµφανώς για αντιγραφές πολύ παλαιότερων συµπιληµάτων εφαρµοσµένης Χηµείας, µε κύριον σκοπό πώς θα µιµηθούµε τον χρυσό, τον άργυρο, τους πολύτιµους λίθους και τη βαφή του µαλλιού µε την πανάκριβη πορφύραν. Σκοπόν καθαρά οικονοµικόν, κοινωνικώς δέ αναγκαιότατον για την πολυπληθή «µεσαία τάξη» που ανέκυψε µέσα στο πλαίσιο της κοσµοπολίτικης Ελληνιστικής εποχής. Αλλα για το περιβόλι αυτό της αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας αξίζει να αφιερώσουµε άλλην µιά επιφυλλίδα. Εις τούτο το µεταξύ, είναι και η εκδήλωση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, Γουλανδρή, για την Αρχαιοελληνική Χηµεία, στις 16 Νοεµβρίου, το απόγευµα.
ΠΗΓΗ: Το ΒΗΜΑΜέσα σ’ αυτό το πνεύµα, ιδού εφέτος το «έτος Χηµείας» της UNESCO. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό άς αναµνησθούµε λέω τη βασική σηµασία που απέδιδαν οι Αρχαίοι Ελληνες στη Χηµεία.
2. «Καλά, Χηµεία οι αρχαίοι Ελληνες; Μά, η Χηµεία δέν εµφανίσθηκε µε την Αλχηµεία των Αράβων;». Οχι βέβαια: Οταν οι Αραβες εµφανίσθηκαν στην Αλεξάνδρεια τον 7ο αιώνα, βρήκαν µπροστά-τους τη Χηµεία των παλαιών πολιτισµών (Μεσοποταµίων, Περσών, Αιγυπτίων) κι όλη την εκτεταµένη Ελληνική Χηµεία. Αυτόν τον πλούτο αξιοποίησαν και τον µετέφεραν ενπολλοίς και στην Ευρώπη.
Εµείς εδώ στην σύντοµη αυτή εισαγωγή, άς ξεκινήσουµε µε την υπόµνηση οτι στα όσα οι Ελληνες έµαθαν απ’ τους παλαιότερους πολιτισµούς, ήρθαν απο νωρίς και πρόσθεσαν µια θαυµαστή απόπειρα Θ ε ω ρ ί α ς και αποµυθοποίησης. Οχι, δέν είχαν ανακαλύψει τον σηµερινό πίνακα των χηµικών στοιχείων. Είχαν όµως «διασπάσει» νοερώς τη µάζα της όποιας ύλης σε συστατικά - κι ήταν ήδη αυτό µια χηµικής νοοτροπίας επανάσταση, ιδίως διοτι πρόβλεπαν έτσι και τους µετασχηµατισµούς της ύλης: Ο Ηράκλειτος λ.χ. υπέθετε οτι µέσω συνδυασµού των αντιθετικών «θερµότης-ψύχος» και «υγρασία-ξηρασία» ήταν δυνατή η παραγωγή των ατόµων της φύσεως. Ο δέ Εµπεδοκλής µε τα τέσσερα «ριζώµατά»-του (γή, ύδωρ, αήρ, πύρ) αναγνώριζε τον ουσιώδη ρόλο του πυρός στις µίξεις και διαλλάξεις των στοιχείων, τα οποία «δι’ αλλήλων θέοντα, µετατρέπονται»! Ο ∆ηµόκριτος, µέσω των ατόµων-του θα ερµηνεύσει και των τεσσάρων στοιχείων τη γένεση. Ο Αριστοτέλης ακολουθεί την παράδοση των τεσσάρων στοιχείωνεκφάνσεων της «πρώτης ύλης», µέσω της δράσης σταυροειδών συνδυασµών «θερµού-ψυχρού» και «ξηρού-υγρού». Για νά ’ρθουν κι οι Στωικοί να εισαγάγουν την έννοια του «πνεύµατος» (αέρος εµποτισµένου µε πύρινες ιδιότητες) - µιας δυναµικής ουσίας που διασφαλίζει τη συνοχή των υλικών, µέχρι και τη γνωσιακή ικανότητα των ανθρώπων… Η θεωρητική αυτή στάση δέν είχε µέν άµεσες εφαρµογές, αλλα πρόσφερε απαλλαγήν απο µυθολογικές στρεβλώσεις και διήγειρε το ερευνητικό χηµικό πνεύµα, αφού πρόβλεπε µετασχηµατισµούς στοιχείων και σωµάτων.
3. Ετσι κατα την ευρύτερη τεχνικοεπιστηµονική άνθηση της Ελληνιστικής εποχής, θα καταγραφηθεί, θα συστηµατοποιηθεί και θα αναπτυχθεί η Χηµική Τεχνολογία. Αλλωστε, ήδη απ’ τον Θεόφραστο (370-287 π.Χ., στο «Περί λίθων») διαθέτοµε πλήθος καταγεγραµµένων γνώσεων παραγωγής γυαλιού, παρασκευής ψιµυθίων και χρυσόκολλας, παραγωγής κινναβάρεως (ερυθρού θειούχου υδραργύρου) απ’ την λαµπυρίζουσα άµµο της Εφέσου, αξιοποίησης γύψου κ.λπ., κ.λπ. Σε λίγο, ο Χρύσιππος (280-206 π.Χ.) θα εµπλουτίσει τη θεωρία των στοιχείων και θα διακρίνει την περίπτωση όπου κατα την «µείξη» τα σώµατα «χάνουν τελείως τις ιδιότητές-τους, παράγοντας ενα νέο σώµα ». Πατριάρχης όµως της Ελληνιστικής Χηµείας θα αναδειχθεί ο περίφηµος Βώλος, του 2ου π.Χ. αιώνος, εκ Μένδης (στο δέλτα του Νείλου), ο φερόµενος και ως ∆ηµόκριτος στην µεταγενέστερη βιβλιογραφία _ µε κάµποσες όµως αµφισβητήσεις για την πατρότητα των έργων που του αποδίδονται. Ιδού λοιπόν που, ήδη απ’ τον τεχνολογικά παραγωγικότατον 2ο π.Χ. αιώνα, µπαίνοµε στην ευθέως ωφελιµιστική («βιοµηχανική» θα την λέγαµε σήµερα) Χηµεία. ∆ιοτι καταρχήν οι µεταλλουργικές συνταγές των Ελληνικών Παπύρων της Αλεξάνδρειας του 3ου µ.Χ. αιώνος συµπίπτουν σχεδόν µε ένα συµπίληµα του έργου του Βώλου που σώζεται στα Συριακά. Σ’ αυτούς δε τους σωζόµενους ελληνικούς Παπύρους, όλα έχουν να κάνουν µε οικονοµικούς και πρακτικούς σκοπούς. Στην ίδια χορεία της Ελληνιστικής Χηµείας θα κατατάξοµε την ελληνίζουσα Μαρίαν την Ιουδαίαν (1ος αι. π.Χ.), εφευρέτριαν σπουδαίων χηµικών οργάνων όπως το προς τιµήν-της εισέτι καλούµενον «Bain Marie»! Ο Ποσειδώνιος ο ίδιος (αρχές του 1ου αι. π.Χ.) θα αναλύσει τις χρήσεις της ασφάλτου και της νάφθας. Ο Αναξίλαος (τέλη 1ου αι. π.Χ.) θα συγγράψει «Παίγνια» (συνταγές) και «Βαφικά» (αποµιµήσεις πολυτίµων µετάλλων, λίθων και πορφύρας µέσω χηµικών µεθόδων). Αλλά κι ο πολύς ∆ιοσκορίδης (1ος αι. µ.Χ.) θα ασχοληθεί καί µε την εξαέρωση της «καδµείας» (οξειδίου του ψευδαργύρου) καί µε την παραγωγή χαλκού απ’ την α ν α κ ύ κ λ ω σ η καρφιών πλοίου. Περί το 100 µ.Χ., ο Μενέλαος ο Αλεξανδρινός θα δηµοσιεύσει ακριβέστατη µαθηµατική φόρµουλα µέσω της οποίας υπολογίζεις το άγνωστο βάρος του χρυσού που περιέχεται σε ενα κράµα νοθευµένο µε άργυρο! Στα 200 µ.Χ. περίπου, κλάδος της ίδιας αλεξανδρινής παράδοσης, ο ελληνίζων Ιούλιος Αφρικανός θα δηµοσιεύσει πλήθος χηµικών συνταγών, τις οποίες θα περιλάβει αργότερα κι ο Ψελλός στο «Περι παραδόξεων αναγνωσµάτων» έργο του. Στον Ζώσιµο (4ος αι. µ.Χ) χρωστάµε άλλην µιά χηµική εγκυκλοπαίδεια (η οποία µέχρι και την µέθοδο παραγωγής µπίρας περιγράφει), µε σαφή όµως τώρα στροφήν προς µια παράλληλη µαγικοφυσικήν αναφορά στα χηµικά φαινόµενα - στροφή η οποία θα την ονοµάσουν αργότερα Αλ-Χηµικήν, παρ’ όλο που εµφανώς προηγήθηκε των Αράβων…
4. Θα τελειώσουµε µε µιαν αναφορά στους δυό Αλεξανδρινούς Παπύρους του Leiden και της Στοκχόλµης (του 3ου µ.Χ. αιώνος). Πρόκειται εµφανώς για αντιγραφές πολύ παλαιότερων συµπιληµάτων εφαρµοσµένης Χηµείας, µε κύριον σκοπό πώς θα µιµηθούµε τον χρυσό, τον άργυρο, τους πολύτιµους λίθους και τη βαφή του µαλλιού µε την πανάκριβη πορφύραν. Σκοπόν καθαρά οικονοµικόν, κοινωνικώς δέ αναγκαιότατον για την πολυπληθή «µεσαία τάξη» που ανέκυψε µέσα στο πλαίσιο της κοσµοπολίτικης Ελληνιστικής εποχής. Αλλα για το περιβόλι αυτό της αρχαίας ελληνικής Τεχνολογίας αξίζει να αφιερώσουµε άλλην µιά επιφυλλίδα. Εις τούτο το µεταξύ, είναι και η εκδήλωση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, Γουλανδρή, για την Αρχαιοελληνική Χηµεία, στις 16 Νοεµβρίου, το απόγευµα.
- Δείτε επίσης εδώ : Η προσφορά της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας στη Χημεία ( Απόσπασμα απο την διπλωματική εργασία του Χημικού Ιωάννη Σίσκου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου